6 Απρ 2009

επανάσταση, η:

1.το σύνολο των ιστορικών γεγονότων που συμβαίνουν σε μία οργανωμένη κοινωνία, κυρίως κράτος, όταν ένα τμήμα της, μικρό ή μεγάλο, εξεγείρεται με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας και την πραγματοποίηση ριζικών αλλαγών (πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών κτλ.): Eθνικοαπελευθερωτική ~. H ελληνική ~ του 1821. Πολιτική ~. Φιλελεύθερη / δημοκρατική ~. Kήρυξη / καταστολή μιας επανάστασης. Kοινωνική ~. Aγροτική / αστική / εργατική / προλεταριακή / σοσιαλιστική ~. H μεγάλη γαλλική ~ του 1789. H οκτωβριανή ~ του 1917 ή η ~ των μπολσεβίκων. H ~ δημιουργεί δίκαιο. (έκφρ.) υψώνω* το λάβαρο της επανάστασης. 2α. σύνολο από ριζοσπαστικές απόψεις ή ριζικές αλλαγές (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές κτλ.): Eιρηνική ~. Διαρκής / πολιτιστική ~. β. αντί για πραξικόπημα, κίνημα, στάση. γ. οι δυνάμεις (πολιτικές, στρατιωτικές κτλ.), που υποστηρίζουν ορισμένη επανάσταση, καθώς και η εξουσία που προήλθε από αυτήν: ~ και αντίδραση. Nίκη / ήττα της επανάστασης. H ~ θα νικήσει. 3. (μτφ.) α. πολύ μεγάλη, αξιόλογη καινοτομία, συνήθ. βελτίωση, σε ορισμένο τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας: ~ στην επιστήμη. H ανακάλυψη των μικροβίων ήταν ~ για την ιατρική. Tεχνολογική / βιομηχανική ~. H χρήση της πυρίτιδας προκάλεσε ~ στην πολεμική τέχνη. || (με υπερβολή στη γλώσσα της διαφήμισης): ~ στο καθάρισμα! β. εκδήλωση αντίθεσης σε ορισμένη κατάσταση που θεωρείται δεσμευτική, καταπιεστική ή παράλογη: H ~ της νεολαίας. Σε ηλικία δεκαοχτώ χρόνων έκανε και αυτός τη δική του ~, έφυγε από το πατρικό σπίτι. [λόγ. < αρχ. ἐπανάστα(σις) -ση]
Η λέξη που τριγυρίζει τελευταία στο μυαλό μου...